- σωμελής
- -ες, Ααρτιμελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶς (βλ. λ. σώος) + -μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο-μελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek